- πεθαίνω
- και αποθαίνω1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.)2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια»)3. αφαιρώ έμμεσα τη ζωή κάποιου («τον πέθανε ο καημός τής κόρης του»)4. (για κάθε πράγμα ή φθαρτό αντικείμενο) παύω να υπάρχω, διαλύομαι, εξαφανίζομαι («τα φύλλα και τα σύννεφα που φεύγουν και πεθαίνουν», Πορφύρ.)5. υποφέρω πολύ, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι («πεθαίνω στη δουλειά»)6. μτφ. α) βασανίζω υπερβολικά κάποιον, καταπονώ, προκαλώ δυνατό πόνο σε κάποιον, τόν κάνω να φθάσει ώς την πλήρη εξάντληση («τόν πέθανε στη δουλειά»)β) επιθυμώ σφοδρά κάτι («πεθαίνω για χορό και τραγούδι»)7. (η μτχ. παθ. παρακμ. και ως ουσ.) ο πεθαμένος, -η, -οή αποθαμένος, -η, -οα) ο νεκρός («μα δεν ακούνε τες φωνές στον τάφο οι πεθαμένοι», Σολωμ.)β) μτφ. εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, κατάκοπος8. φρ. α) «πεθαίνω από την πείνα» ή «πεθαίνω τής πείνας»i) λιμοκτονώii) πεινώ πάρα πολύβ) «πεθαίνω από το κρύο» — κρυώνω πάρα πολύγ) «πέθανα στα γέλια» — γέλασα πάρα πολύδ) «ο θεός να συχωρέσει τών αποθαμένω σας» ή «θεός σ(υ)χωρέσ' τα πεθαμένα»(ως ευχή) ο θεός να συγχωρήσει τα συγγενικά σας πρόσωπα που έχουν πεθάνει9. παροιμ. α) «σαν πεθάνω από συνάχι, φάσκελα νά 'χει η πανούκλα» — όταν το αποτέλεσμα είναι εξίσου καταστρεπτικό, εξουδετερώνεται η οσοδήποτε μεγάλη διαφορά δύο κινδύνωνβ) «ώς τότε ποιος ζει, ποιος πεθαίνει» ή «όσοι ζήσουν κι όσοι πεθάνουν» — μοιρολατρικός σκεπτικισμός ότι το μέλλον είναι άγνωστογ) «πέθανε να σ' αγαπώ, ζήσε να σ' έχω αμάχη» — λέγεται για όσους θρηνούν υποκριτικά για τον θάνατο μισητών συγγενών τουςδ) «σαν πεθάνω εγώ, φούρνος να μην καπνίσει» — το αντίστοιχο τού αρχαίου εμού θανόντος γαία πυρί μιχθήτω, δηλαδή δεν με ενδιαφέρει τί θα συμβεί μετά τον θάνατό μου, ακόμη και να καταστραφεί ολόκληρος ο κόσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀ)πεθ-αίνω < (ἀ)πέθαν-ε, αόρ. β' τού ἀποθνῄσκω κατά τα ρ. σε -αίνω].
Dictionary of Greek. 2013.